- τἀναγκαῖ'
- ἀναγκαῖαι , ἀνάγκηforcefem nom/voc pl (epic ionic)ἀναγκαῖα , ἀναγκαῖονplace of constraintneut nom/voc/acc plἀναγκαῖα , ἀναγκαῖοςofneut nom/voc/acc plἀναγκαῖα , ἀναγκαῖοςofneut nom/voc/acc plἀναγκαῖε , ἀναγκαῖοςofmasc voc sgἀναγκαῖε , ἀναγκαῖοςofmasc/fem voc sgἀναγκαῖαι , ἀναγκαῖοςoffem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.